δωδεκάβοιον

δωδεκάβοιον
δυωδεκάβοιος
worth twelve oxen
masc/fem acc sg
δυωδεκάβοιος
worth twelve oxen
neut nom/voc/acc sg
δωδεκάβοιος
of twelve oxen
masc/fem acc sg
δωδεκάβοιος
of twelve oxen
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τίω — (I) Α 1. απονέμω τιμή σε κάποιον («Ἕκτωρ... οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὐδὲ θεούς», Ομ. Ιλ.) 2. έχω σε εκτίμηση, εκτιμώ («θεοὶ μάκαρες... δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.) 3. ορίζω την αξία ενός πράγματος, διατιμώ («μέγαν τρίποδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”